-
1 αμορφος
21) некрасивый, безобразный, уродливый(γυνή Her.; σῶμα, στολή Eur.; μῦθος Plat.)
καμὼν ἀμορφότερος Xen. — подурневший от болезни2) бесформенный(εἶος Plat.; sc. ὕλη Arst.; κυήματα Plut.)
ἄ. τινος Plat. — не принявший форму чего-л.
1 αμορφος
(γυνή Her.; σῶμα, στολή Eur.; μῦθος Plat.)
(εἶος Plat.; sc. ὕλη Arst.; κυήματα Plut.)